12 λεπτά ανάγνωσης

Αναμφίβολα, η άνοδος της θερμοκρασίας ήταν ο πιο σημαντικός παράγοντας για την απόβαση. Πόσες και πόσες φορές στα ταξίδια μου στο παρελθόν και το μέλλον έχω δει αίμα να χύνεται καθώς ένας λαός αναζητά νέο τόπο να ζήσει, αφού το χώμα και ο αέρας της πατρίδας του είχαν πάψει να είναι φιλόξενα.

Αυτή η φορά όμως φαινόταν διαφορετική. Αντί για μεγάλο στόλο, οι επιτιθέμενοι κατεύθαναν στο λιμάνι πάνω σε ένα μοναδικό δαιδαλώδες λευκό πλεούμενο, πάνω από τετρακόσιες γιάρδες σε μήκος και τουλάχιστον εξήντα σε ύψος. Ακόμα πιο τρομακτική από τις διαστάσεις του ήταν η ανώτερη του τεχνολογία που στα μάτια των ιθαγενών θα έμοιαζε με μαγεία. Το τεράστιο αποβατικό σκάφος ήταν φτιαγμένο από μέταλο και κινούταν χωρίς τη βοήθεια του ανέμου ή κουπιών ενώ μαύρος καπνός έβγαινε από την κορυφή του. Το τερατούργημα αυτό, παρόλο που θα μπορούσε με ευκολία να εμβολίσει και να βυθίσει τις ξύλινες ψαρόβαρκες των τεχνολογικά υποδεέστερων ιθαγενών, ίσως ακόμη και να γκρεμίσει τα πανύψηλα πέτρινα τείχη που δέσποζαν γύρω από το λιμάνι και προστάτευαν την πόλη, επέλεξε να ρίξει άγκυρα και να κατεβάσει τους στρατιώτες. Ήταν προφανές πως οι στρατηγοί των επιτιθέμενων ήθελαν να καταλάβουν την πόλη ανέπαφη.

Η όψη των εισβολέων ήταν το ίδιο απόκοσμη όσο και το σκάφος τους. Κρίνοντας από το χρώμα του δέρματος τους, τα πρόσωπα και την ομιλία τους, έμοιαζαν με συμμαχία από τουλάχιστον τρείς ή τέσσερις φυλές. Πέρα από αυτές τις διαφορές ήταν πανομοιότυποι. Καταρχάς, όλοι ανεξαιρέτως κρατούσαν μια μαύρη πλάκα -που κατά καιρούς ακτινοβολούσε ζωηρά χρώματα- στο μέγεθος της παλάμης τους. Μου είναι ακόμη άγνωστο αν αυτή η πλάκα είναι κάποιο όπλο/εργαλείο ή σύμβολο της υπακοής τους στους τοπικούς τους άρχοντες. Υποπτεύομαι πως είναι ένας συνδυασμός των δύο. Αντί για κάποιο είδος πανοπλίας φορούσαν ελαφριά υφάσματα που άφηναν το λαιμό, το κεφάλι και τα άκρα εντελώς εκτεθειμένα. Τα ίδια τα υφάσματα δεν φαινόντουσαν ικανά να σταματήσουν ένα τόξο, βέλος ή σπαθί. Προφανώς επρόκειτο για κάποιο είδος ανώτερης τεχνολογίας που και εγώ ο ίδιος δεν είχα συναντήσει ποτέ μου. Η μόνη τους προφανής άμυνα ήταν απέναντι στον καυτό ήλιο, πράγμα λογικό αφού, από το χρώμα της επιδερμίδας τους, οι περισσότεροι ερχόντουσαν από το συννεφιασμένο βόρειο τμήμα της ηπείρου.

Αμέσως κατευθύνθηκα προς το εσωτερικό της πόλης ώστε να παρακολουθήσω τις αμυντικές προετοιμασίες. Χωρίς αμφιβολία, οι αμυνόμενοι δεν χρησιμοποίησαν ακόμη τις αναρίθμητες πέτρινες και μεταλλικές μπάλες που είναι διασκορπισμένες παντού στην πόλη για να μην τις σπαταλήσουν. Δεν υπήρχε νόημα στο να βάλουν με κανόνια και καταπέλτες έναντι του μεταλλικού τέρατος. Τώρα όμως που ο στρατός έχει αποβιβαστεί και φαινομενικά απροστάτευτος προελαύνει προς τα τείχη, η αδράνεια που έβλεπα στις πολεμίστρες ήταν περίεργη. Καθώς κοιτούσα από ψηλά προς την πλατιά τάφρο παρατήρησα έκπληκτος παιδιά να παίζουν και να σκαρφαλώνουν στις πέτρες των καταπελτών. “Δεν γίνεται κανείς να μην έχει σημάνει συναγερμό”, αναλογίστηκα και έτρεξα να ενημερώσω το παλάτι. Με ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη παρατήρησα πως η “Θάλασσας πύλη”, η κεντρική και μεγαλύτερη είσοδος για την πόλη, δεν είχε ακόμη σφραγιστεί.

Η σφαγή προβλεπόταν μεγάλη και αναπόφευκτη. Καθώς έτρεχα όμως στα πλακόστρωτα στενάκια της πόλης, όπου οι ανυποψίαστοι έμποροι εξέθεταν την πραμάτεια τους, άρχιζα να συνειδητοποιώ πώς κάτι δεν είχα καταλάβει καλά. “Καλή σεζόν να έχουμε!” είπε με ενθουσιασμό μια πενηντάχρονη κυρία στην είσοδο ενός καταστήματος με ρούχα. “Δύο χρόνια με τον κωλοκόβιντ, επιτέλους να ανασάνουμε λίγο γιατί πήγαμε να καταστραφούμε” απάντησε ένας ελαφρώς νεότερος άνδρας μπροστά από ένα κατάστημα που πουλούσε μια ποικιλία από μπιχλιμπίδια μπαρμαδέλια και ψιψιψώνια. Παραδίπλα, ένα νεαρό παιδί ακολουθούσε τις εντολές του αφεντικού του και αναρτούσε, σε δυσδιάκριτο σημείο, μια κόλα χαρτί που έγραφε “POS is out of order - Το POS δεν λειτουργεί”. Μέσα στον πανικό μου άρχισα να πιστεύω πως η εισβολή ίσως ήταν κάτι το επιθυμητό.

Δεν πήρε πολύ μέχρι οι “εισβολείς” να εισέλθουν μέσω της μεγάλης πύλης (και άλλων μικρότερων) και να ξεχυθούν στην πόλη κατακλύζοντας τους κεντρικούς δρόμους της, όπου ο σεβασμός των ντόπιων στην ιστορία πολλών αιώνων της μεσαιωνικής αυτής πόλης οδήγησε και οδηγεί ακόμη την αρμονική συνύπαρξη του παλιού με το μοντέρνο. Αρκεί μια σύντομη ματιά στους δρόμους γύρω από την κεντρική πλατεία για να θαυμάσει κανείς πώς οι μεγαλειώδεις πολεμίστρες συμπληρώνονται εικαστικά από τις τσίγκινες ταμπέλες με τη φράση “Greek Souvlaki” (συνοδευόμενη και από φωτογραφίες του εν λόγω εδέσματος από πολλές γωνίες), πώς οι πλακόστρωτοι δρόμοι στηρίζουν πρόθυμα τις κρεμάστρες και τις ραφιέρες που βρίσκονται πάνω τους φέροντας μπρελόκ, μαγνητάκια και ταγάρια και πώς τα διατηρητέα πετρόχτιστα καταστήματα φιλοξενούν με ευχαρίστηση και περηφάνια -σα να’ταν παράσημα θα’λεγε κανείς- πάνω στους εξωτερικούς τους τοίχους μπλουζάκια “I ❤️ Greece” και άλλα παρεμφερή κειμήλια.

Κοντοστάθηκα για λίγο και άρχισα να παρατηρώ τους επισκέπτες, οι οποίοι αφού θα περιπλανιόντουσαν για λίγο στο κλασικό πανέμορφο αυτό τοπίο με τα σύγχρονα baroque στοιχεία θα σημάδευαν με την μαύρη πλάκα τους μια πολεμίστρα ή μια μεγάλη σκάλα. Έπειτα, θα κοιτούσαν το είδωλο του σκηνικού που μόλις είχαν σημαδέψει μέσα στην ίδια την πλάκα χαμογελώντας -κάποιες φορές-, χωρίς όμως να στρέψουν το βλέμμα τους στα πραγματικά αντικείμενα. Έχοντας προσέξει τις πλάκες κάποιων από αυτών, είχα την εντύπωση πως ήταν πιο ευχάριστο να κοιτάει κανείς την ίδια τη σκάλα, παρά το είδωλο της. Από την άλλη, για να το έκαναν τόσα πολλά άτομα κάτι παραπάνω από εμένα θα ήξεραν. Με τη σκέψη αυτή αμέσως αναθεώρησα. Αν ποτέ έχω την τύχη να βρω μια τέτοια πλάκα δε θα ξανακοιτάξω ποτέ κανένα όμορφο θέαμα ή τοπίο κατευθείαν, παρά μόνο μέσα από την πλάκα μου.

Με ένα αίσθημα μελαγχολίας πρόσεξα πως όλοι -αδιακρίτως φυλής- συμπεριφέρονταν με τον ίδιο τρόπο, έκαναν τις ίδιες κινήσεις, σταματούσαν στα ίδια σημεία και επισκεπτόντουσαν τα ίδια μαγαζιά το ένα μετά το άλλο. Ήταν σαν κάποιος να τους είχε πει τι ακριβώς θα κάνουν -και μάλιστα να το είχαν κάνει και πρόβα. Το αξιοθαύμαστο -και μάλλον αυτό που μου προξένησε τη μελαγχολία- είναι πως δεν ήταν ακριβώς “ίδιοι”. Παρατηρώντας κάθε άνθρωπο ξεχωριστά μπορούσες να τους ξεχωρίσεις από το ντύσιμο και την εξωτερική εμφάνιση και τις κινήσεις του καθώς και να τους ακολουθήσεις με τα μάτια σου στο χώρο. Παρ’ όλα αυτά, κανείς τους δεν φαινόταν να αφήνει το παραμικρό ίχνος της προσωπικότητας και της μοναδικότητας της ύπαρξης του κατά την αλληλεπίδραση του τόσο με τους ντόπιους και το γενικό περιβάλλον όσο και με τη δική του μικρή ομάδα. Τόσο που πίστευα οτι άν σε μια στιγμή μαγικά αναδιάταζα τυχαία κάποιους από τους επισκέπτες (έτσι που για παράδειγμα ένας γονιός να πάρει τη θέση ενός εραστή ο οποίος με τη σειρά του θα αρχίσει να νταντεύει το μωρό του γονιού) θα συνέχιζαν όλοι τις ζωές τους χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα. Ίσως μάλιστα και να μπορούσα να αλλάξω ολόκληρο τον πληθυσμό που κατέβηκε από το πλοίο με εντελώς διαφορετικά άτομα. Είμαι πεπεισμένος πως σε αυτή την περίπτωση το πλοίο απλά θα συνέχιζε το ταξίδι του χωρίς την παραμικρή υπόνοια πως κάτι είναι διαφορετικό -γιατί δεν θα΄ταν.

Λίγα μπορώ να πω για την ποιότητα των καταστημάτων, αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά όμως είναι πως και αυτά φαίνονται τόσο αναθεματισμένα ίδια μεταξύ τους. Ακριβώς όπως και οι επισκέπτες τους έχουν όντως κάποιες μικροδιαφορές αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κανείς θα επιλέξει να μπεί σε ένα κατάστημα και όχι στο διπλανό του. Επίσης όπως και με τους επισκέπτες, είμαι σίγουρος πως κάποιος εργαζόμενος έχοντας μπερδευτεί πήγε για δουλειά στο παραδίπλα κατάστημα και δεν πήρε κανείς χαμπάρι τίποτα. από αυτά τα μέρη λοιπόν οι επισκέπτες αγοράζουν είδη όπως τροφή, μπλουζάκια και πετσέτες θαλάσσης, αγαλματίδια αρχαίων θεών, αναπτήρες και ξύλινους φαλλούς σε πολλά μεγέθη -πιθανότατα σύμβολο κάποιας παγανιστικής θρησκείας. Οι μεταλλικοί φαλλοί επάνω σε μπρελόκ φάνηκε να μην είχαν ζήτηση. Το μόνο που ήθελα να αγοράσω εγώ ήταν ένα μπουκαλάκι νερό. Όμως το προσποιητό χαμόγελο του μαγαζάτορα εξαφανίστηκε αμέσως όταν του έδειξα πως θα πλήρωνα με κάρτα και ελαφρώς εκνευρισμένος μου έδειξε μια πρόχειρη ταμπέλα με τη φράση “POS is out of order - Το POS δεν λειτουργεί”. “Και θα μπορούσα να ορκιστώ πως είδα τον προηγούμενο πελάτη να πληρώνει με κάρτα. Τέλος πάντων, στη δίψα θα τη βγάλουμε μάλλον”, σκέφτηκα και προχώρησα.

Πέρασα από μια χαριτωμένη ταβέρνα, έξω από την οποία ένας κύριος καυχιόταν σε υποψήφιους πελάτες από την κεντρική Ευρώπη πως “αυτή η ταβέρνα φτιάχνει την πιο νόστιμη Αμβροσία σε όλο το νησί”. Ο αυτοέπαινος λειτούργησε και η παρέα των τριών ατόμων κάθισε σε ένα τραπέζι και ξεκίνησε να ξεφυλλίζει τον κατάλογο με περιέργεια. Συνεχίζοντας, βρέθηκα σε ένα μέρος σαν μουσείο στο οποίο έπρεπε να κόψεις εισιτήριο για να περάσεις. Ήμουν πολύ περίεργος να μάθω τι είδους πρόσβαση θα μου χορηγούσε το χαρτάκι αυτό και αποφάσισα να δοκιμάσω. Στήθηκα στην ουρά και σύντομα έφτασα στο ταμείο. “Three tickets please”, αναφώνησε ο μπροστινός μου, συνοδευόμενος από τη σύντροφο του και ένα μικρό παιδί σε καρότσι. “7 Euros for each adult and 10 Euros for the baby. Total is 24 Euros” απάντησε η δεσποινίδα στο ταμείο. Οι δυο γονείς, προσπάθησαν να γλιτώσουν τα έξτρα 3 ευρώ με το να πείσουν την ταμία πως το παιδί είναι άνω των 10 ετών -το ηλικιακό όριο που χώριζε το κανονικό εισιτήριο από το αυξημένο. Το εγχείρημα αυτό αποδείχθηκε μάταιο, καθώς είναι πολύ δύσκολο να πείσεις πως το παιδί σου είναι 10 ετών όταν είναι στην πραγματικότητα κάτω από 2 και δεν μπορεί να μιλήσει ή να περπατήσει μόνο του. Απογοητευμένοι με τις σωματικές και νοητικές ικανότητες του γιού τους -το καρότσι είχε μια μπλε κορδέλα-, οι γονείς μέτρησαν τα ψηλά τους και, καθώς μάλλον δεν έβγαιναν, άφησαν το καρότσι σε μιαν άκρη και προχώρησαν στον εσωτερικό χώρο οι δυό τους. Ήταν η σειρά μου. “Καλησπέρα σας, τι κάνετε;”, είπα με ελαφρώς τραγουδιστή προφορά. “Γεία σου παλικάρι μου, πέρασε!” μου απάντησαν από το ταμείο και μου έδωσαν ένα εισιτήριο χωρίς να δώσω κάποιο αντίτιμο. Ενθουσιασμένος με την επιτυχία μου στην εκμάθηση της γλώσσας των ντόπιων, η άνετη χρήση της οποίας σε κατατάσει αυτόματα σε άλλη βαθμίδα στην κοινωνικοοικονομική τροφική αλυσίδα του νησιού, πέρασα στο εσωτερικό του μουσείου. Τα πράγματα που είδα εκει μέσα ήταν μηδαμινής σημασίας -τόσο που δεν θυμάμαι κάν τι είδους μουσείο ήταν. Ανταμειφθηκα και με το παραπάνω όμως όταν βγαίνοντας πρόσεξα δυο νεαρές κοπέλες να απομακρύνονται σπρώχνοτας στοργικά ένα καρότσι με μια μπλέ κορδέλα, ενώ το ζευγάρι που μπήκε στο μουσείο ακριβώς πριν από εμένα προχωρούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Τελικός προορισμός ο φημισμένος δρόμος που οδηγεί στο παλάτι. Έκανα έναν μικρό κύκλο για να αποφύγω την πολυκοσμία. Ακριβώς δίπλα από τους πολύβοους εμπορικούς δρόμους απλώνονται σαν λαβύρινθος αναρίθμητα στενά δρομάκια στα οποία ζούν οι μόνιμοι κάτοικοι της πόλης. Σε κάποια από τα στενά αυτά, ο χρόνος μοιάζει όντως να έχει παγώσει και το σύνολο των χαρακτηριστικών των κατοικιών αναδεικνύει μια απλή κλασική ομορφιά, καθώς και την επιθυμία των κατοίκων να ζήσουν στην ησυχία τους. Μια επιθυμία που καταστρατηγείται προκλητικά για τουλάχιστον τέσσερις μήνες κάθε χρόνο. “Ίσως αυτοί οι άνθρωποι να βλέπουν όντως τους επισκέπτες σαν εισβολείς”, σκέφτηκα. Ίσως πάλι να βλέπουν σαν εισβολείς τους ντόπιους μαγαζάτορες, τις τσίγκινες πινακίδες και τις φωτεινές επιγραφές τους. Ποτέ δεν ρώτησα για να μάθω.

Φτάνοντας στο δρόμο για το παλάτι τα πράγματα αλλάζουν. Φαίνεται πως από ένα σημείο του χάρτη και μετά η αρχαιολογική υπηρεσία πάτησε πόδι και είπε “Μάγκες ως εδώ! Πάρτε το υπόλοιπο να παίξετε, αυτό όμως το κρατάμε εμείς! Όποιος έχει αντίρρηση ραντεβού αύριο στις 7 στο μεγάλο σιντριβάνι!”. Άν κάποιος πήγε στο σιντριβάνι μάλλον τις έφαγε γιατί περπατώντας αυτό το δρόμο σε γεμίζει αναπόφευκτα κάποιο αίσθημα δέους συνοδευόμενο από έναν υφέρπων φόβο μήπως από κάποια από τις μεγάλες μαύρες μασίφ πύλες ξεφυτρώσει κάποιο τάγμα πολεμιστών του μεσαίωνα. Φυσικά, σε όλο το μήκος της οδού δεν υπάρχουν παράδρομοι ή καταστήματα, πόσο μάλλον ταμπέλες για πιττόγυρα, μπρελόκ, είδωλα φαλλών, μαγνητάκια και πετσέτες.

Ποτέ μου δεν είχα επισκεφθεί ένα παλάτι και ομολογώ πως είναι τόσο επιβλητικό όσο ακούγεται. Η μεγάλη πλατιά σκάλα της εισόδου, οι πελώριες αίθουσες με τις καμπυλωτές οροφές, οι τραπεζαρίες φτιαγμένες από κάποιο βαρύ ξύλο το οποίο αντέχει ακόμη στη δοκιμασία του χρόνου, ενώ ταυτόχρονα φέρει βαθιά τραύματα ως διαπιστευτήρια της ζήσης του στους αιώνες καθώς και οι στενές σκάλες που καταλήγουν σε μικρά δωμάτια με ακόμη στερεωμένες στον τοίχο χοντρές αλυσίδες συνθέτουν ένα αξιοθαύμαστο σκηνικό που έχει εκλείψει από τις σύγχρονες κατοικίες, ακόμα και από τις πιο αριστοκρατικές.

Η φρίκη ξεκίνησε στην αίθουσα της μεγάλης τραπεζαρίας. Μια δυσλειτουργία στην χρονομηχανή που φορούσα στο χέρι μου -συχνό περιστατικό σε μέρη που η υγρασία σου τρυπάει τα κόκκαλα- εμφάνισε μπροστά μου έναν ψηλό και γεροδεμένο ιππότη μέσα σε μια φθαρμένη μεταλλική πανοπλία. Χωρίς να σπαταλήσει χρόνο για να καταλάβει τι συνέβαινε τράβηξε το σπαθί του και ξεκίνησε την επίθεση. Κατάφερα να αποφύγω κάποια χτυπήματα αλλά μπορούσα απλώς να παρατείνω το αναπόφευκτο. Το πρώτο χτύπημα ήρθε στο πόδι μου, πίσω από το γόνατο. Ο πόνος ήταν ανυπόφορος και κατευθείαν σωριάστηκα στο πάτωμα. Το αμέσως επόμενο χτύπημα σημάδεψε το λαιμό μου. Κατάφερα να το ανακόψω με τα χέρια μου, όμως το αριστερό μου χέρι έσπασε από τη δύναμη του χτυπήματος. Η χρονομηχανή μου βρισκόταν στο κομμένο άκρο μου και το αίμα μου πότιζε το πολυκαιρισμένο πάτωμα. Ήμουν καταδικασμένος. Καθώς ετοιμαζόταν για το coup de grâce, μια εκνευρισμένη γυναικεία φωνή τον έκανε να κοντοσταθεί με το σπαθί του στον αέρα. “Μα τι κάνετε εκει; Δεν ντρέπεστε;”. Μια δεσποινίς με ένα πλαστικό καρτελάκι κρεμασμένο από το λαιμό της και ένα εκνευρισμένο βλέμμα σχηματισμένο πάνω σε ένα όμορφο πρόσωπο ενημέρωσε τον ιππότη πως “τέτοιες βίαιες συμπεριφορές είναι και ήταν διαχρονικά απαράδεκτες μέσα στο παλάτι” και πως το τάγμα που κατοικούσε στο κάστρο δεν ήταν αιμοδιψείς πολεμιστές, αλλά γιατροί, νοσοκόμοι και άνθρωποι των γραμμάτων. “Θα μου ήταν πολύ χρήσιμοι δυο-τρεις τέτοιοι αυτή τη στιγμή” είπα από μέσα μου καθώς κοιτούσα το κομμένι χέρι μου ένα μέτρο μακριά από την εκ σχεδιασμού του θέση.

Ο τρομακτικός πολεμιστής ζήτησε ειλικρινά συγγνώμη, θηκάρωσε το σπαθί του, έβαλε το χέρι μου στη θέση του και με συνόδευσε έξω από το κάστρο. Σε όλη τη διαδικασία είχε βγάλει την πανοπλία του “για να μην κάνει θόρυβο, ήδη ντρέπομαι αρκετά για ο,τι εκανα”. Βγαίνοντας, μου πρότεινε να με κεράσει ένα παγωτό ως ένδειξη ειλικρινούς μεταμέλειας. Εγώ, που πολλές φορές θα ήθελα να γλίτωνα από δύσκολες καταστάσεις με ένα τόσο γελοίο, φθηνό και εύκολο τρόπο δέχθηκα αμέσως -κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή.

Καθώς απολαμβάναμε το παγωτό μας ο χώρος του παλατιού έκλεισε για το απόγευμα και από τους δρόμους περνούσαν τα γνώριμα πρόσωπα των ξεναγών και λοιπών υπαλλήλων. Μέσα στο πλήθος, ξεχώρισα την δεσποινίδα που μετέτρεψε την σφαγή μου σε σορμπέ λεμόνι και παρφέ σοκολάτας. Έκανα να τη χαιρετίσω αλλά ήταν απορροφημένη στη συζήτηση με τον συνάδελφο της. “Το είδες ρε Μάρθα το μαλακισμένο πώς έφυγε από τις σκάλες; Πώς δε μπλέξαμε… αφού δεν μπορούν καν να περπατήσουν, τι τα θέλουν τα μουσεία;”. Η Μάρθα γέλασε αχνά και τον ενημέρωσε για τη δική της ημέρα.

— Σήμερα ήρθε πάλι ο Σάββας ο χλωρός. Μπήκε τρέχοντας στην αίθουσα 2Β και άρχισε να ουρλιάζει με όλη του τη δύναμη. Του ζήτησα ευγενικά να φύγει και αυτός πέταξε το ρολόι του στο πάτωμα και άρχισε να τρέχει μουρμουρίζοντας κάτι για παγωτό… έχουν χαλαρώσει πάλι στην είσοδο… μήνες είχαν να τον αφήσουν να μπεί.

— Καλό το ρολόι;

— Είσαι καλά; Ένα σπασμένο σταματημένο μαραφέτι ήταν. Το άφησα στα απολεσθέντα.

Δεν έχω ξανακούσει τίποτα για τον “Σάββα τον χλωρό” αλλά η πληροφορία για τα απολεσθέντα ήταν σημαντική. “Ίσως να είναι εκεί και η χρονομηχανή μου, θα περάσω αύριο” σκέφτηκα και συνέχισα να τρώω το παγωτό μου.

Ενημερώθηκε: